treuil
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
treuil | treuils |
treuil (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) πιεστήριο
- το βαρούλκο