triangula
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | triangula | triangulaj |
αιτιατική | triangulan | triangulajn |
triangula (eo)
- τριγωνικός, που έχει μορφή τριγώνου