tribord
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tribord | tribords |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tribord (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) το δεξί μέρος ενός πλοίου κοιτώντας προς την πλώρη
ενικός | πληθυντικός |
tribord | tribords |
tribord (fr) αρσενικό