tribord
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tribord | tribords |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tribord (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) το δεξί μέρος ενός πλοίου κοιτώντας προς την πλώρη