triceps
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]triceps (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
triceps | triceps |
triceps (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
triceps | triceps |
triceps (fr) αρσενικό
- τρικέφαλος μυς