triceps
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
triceps (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
triceps | triceps |
triceps (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
triceps | triceps |
triceps (fr) αρσενικό
- τρικέφαλος μυς