Μετάβαση στο περιεχόμενο

tried

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

tried (en)

  • δοκιμασμένος, που έχει δοκιμαστεί
      a tried remedy - δοκιμασμένος φάρμακο
      Greece has been sorely tried in recent years.
    Η Ελλάδα δοκιμάστηκε σκληρά τα τελευταία χρόνια.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

tried (en)