trifolio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trifolio | trifolioj |
αιτιατική | trifolion | trifoliojn |
trifolio (eo)
- το τριφύλλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trifolio | trifolioj |
αιτιατική | trifolion | trifoliojn |
trifolio (eo)