trigone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trigone | trigones |
trigone (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (γεωμετρία) (σπάνιο) τριγωνικός
- → δείτε τη λέξη triangulaire
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trigone | trigones |
trigone (fr) αρσενικό