trihebdomadaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
trihebdomadaire trihebdomadaires

Επίθετο

[επεξεργασία]

trihebdomadaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό