trista

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
trista < trist- + -a

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική trista tristaj
αιτιατική tristan tristajn

trista (eo)

venis tre trista informo - ήρθε πολύ θλιβερή πληροφορία