trivalve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
trivalve trivalves

Επίθετο[επεξεργασία]

trivalve (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που έχει τρεις βαλβίδες
  2. (ζωολογία) (για κέλυφος) που έχει τρεις θύρες