triviala
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | triviala | trivialaj |
αιτιατική | trivialan | trivialajn |
triviala (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | triviala | trivialaj |
αιτιατική | trivialan | trivialajn |
triviala (eo)