trochę

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtrɔxɛ/
 

Αριθμητικό[επεξεργασία]

trochę (pl) (αόριστο) (χωρίς παραθετικά) άκλιτο

  1. λίγο (επιρρηματικά)
    daj mi trochę chleba - δώσε μου λίγο ψωμί

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]