trochę
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
trochę (pl) (αόριστο) (χωρίς παραθετικά) άκλιτο
- λίγο (επιρρηματικά)
- daj mi trochę chleba - δώσε μου λίγο ψωμί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συντάσσεται με γενική (dopełniacz)