trompetist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trompetist (ro) αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του trompetist
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un trompetist | trompetistul | nişte trompetiști | trompetiștii |
γενική | a unui trompetist | trompetistului | a unor trompetiști | trompetiștilor |
δοτική | a unui trompetist | trompetistului | a unor trompetiști | trompetiștilor |
αιτιατική | un trompetist | trompetistul | nişte trompetiști | trompetiștii |
κλητική | — | - | — | - |