trompetista
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
trompetista (pt) < από το trompete + -ista
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trompetista | trompetistas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trompetista (pt)