trompetista
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]trompetista (pt) < από το trompete + -ista
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trompetista | trompetistas |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]trompetista (pt)
trompetista (pt) < από το trompete + -ista
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trompetista | trompetistas |
trompetista (pt)