Μετάβαση στο περιεχόμενο

trompota

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

trompota (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος trompi