tronçon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tronçon | tronçons |
tronçon (fr) αρσενικό
- το απόκομμα
- το κομμάτι από κάτι
- on a livré le dernier tronçon de l'autoroute
- παρέδωσαν (στην κυκλοφορία) το τελευταίο κομμάτι του αυτοκινητόδρομου
- on a livré le dernier tronçon de l'autoroute