tronçon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tronçon tronçons

tronçon (fr) αρσενικό

  1. το απόκομμα
  2. το κομμάτι από κάτι
    on a livré le dernier tronçon de l'autoroute
    παρέδωσαν (στην κυκλοφορία) το τελευταίο κομμάτι του αυτοκινητόδρομου

Συγγενικά

[επεξεργασία]