trop-plein
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trop-plein | trop-pleins |
trop-plein (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
trop-plein | trop-pleins |
trop-plein (fr) αρσενικό