troszkę

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

troszkę (pl) υποκοριστικό του trochę (pl)

Αριθμητικό[επεξεργασία]

troszkę (pl) (αόριστο) (χωρίς παραθετικά) άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]