trou noir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trou noir | trous noirs |
trou noir (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trou noir | trous noirs |
trou noir (fr) αρσενικό