troublant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό troublant troublants
θηλυκό troublante troublantes

Επίθετο[επεξεργασία]

troublant (fr)

  1. ανησυχητικός, που προκαλεί αμηχανία, που βάζει σε δύσκολη θέση
  2. που προκαλεί τον πόθο, την ερωτική έλξη

Συγγενικά[επεξεργασία]