troublemaker
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
troublemaker | troublemakers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈtrʌb.əlˌmeɪ.kər/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈtrʌb.əlˌmeɪ.kɚ/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]troublemaker (en)
- o ταραχοποιός, o ταραξίας
- o μεμψίμοιρος, o παραπονιάρης
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- trouble-maker
- trouble maker (καταργημένη, μη συνιστώμενη)