troufion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
troufion | troufions |
troufion (fr) αρσενικό
- (οικείο) ο στρατιώτης
ενικός | πληθυντικός |
troufion | troufions |
troufion (fr) αρσενικό