troussage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
troussage | troussages |
troussage (fr) αρσενικό
- (μαγειρική) ετοιμασία ενός κοτόπουλου για να περαστεί στη σούβλα