Μετάβαση στο περιεχόμενο

trouvaille

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
trouvaille < trouver

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tʁu.vaj/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
trouvaille trouvailles

trouvaille (fr) θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]