trouvaille
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- trouvaille < trouver
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
trouvaille | trouvailles |
trouvaille (fr) θηλυκό
- ένα ευχάριστο εύρημα