truck driver
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
truck driver | truck drivers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]truck driver (en)
- ο φορτηγατζής, η φορτηγατζού
ενικός | πληθυντικός |
truck driver | truck drivers |
truck driver (en)