trucker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
trucker | truckers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]trucker (en)
- ο φορτηγατζής, η φορτηγατζού
- ⮡ The trucker pulled over to the side of the road.
- Ο φορτηγατζής τράβηξε στο πλάι του δρόμο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη truck driver
- ⮡ The trucker pulled over to the side of the road.