truckload

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/ˈtrʌkləʊd/

Ετυμολογία [επεξεργασία]

truckload < truck + load

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός αριθμός: truckload (en)
πληθυντικός αριθμός: truckloads (en)

  • φορτίο φορτηγού
    • σε εκφράσεις: by the truckload, a truckload of something
      για μεγάλες ποσότητες, ένα σωρό ..., ένα κάρο τάδε