truly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
truly (en)
- αληθινά, αληθώς
- ↪ -Christ is risen! -Truly He is risen!
- -Χριστός ανέστη! -Αληθώς ανέστη!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη actually
- ↪ -Christ is risen! -Truly He is risen!