trumeau

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

trumeau (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) το παχύ μέρος μιας γάμπας
  2. μέρος τοίχου ανάμεσα σε δύο κουφώματα
  3. είδος καθρέφτη