truss
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
truss | trusses |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]truss (en)
- (κατασκευαστικός όρος) η αντηρίδα ζευκτών
- (ιατρική) ο κηλεπίδεσμος
Ρήμα
[επεξεργασία]truss (en)
- (ιατρική) δένω, υποστηρίζω με επίδεσμο
- (κατασκευαστικός όρος) υποστηρίζω με/κατασκευάζω/τοποθετώ αντηρίδες ζευκτών