truss
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
truss | trusses |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
truss (en)
- (κατασκευαστικός όρος) η αντηρίδα ζευκτών
- (ιατρική) ο κηλεπίδεσμος
Ρήμα[επεξεργασία]
truss (en)
- (ιατρική) δένω, υποστηρίζω με επίδεσμο
- (κατασκευαστικός όρος) υποστηρίζω με/κατασκευάζω/τοποθετώ αντηρίδες ζευκτών