truss

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
truss trusses

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɹʌs/ & /trʌs/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

truss (en)

  1. (κατασκευαστικός όρος) η αντηρίδα ζευκτών
  2. (ιατρική) ο κηλεπίδεσμος

Ρήμα[επεξεργασία]

truss (en)

  1. (ιατρική) δένω, υποστηρίζω με επίδεσμο
  2. (κατασκευαστικός όρος) υποστηρίζω με/κατασκευάζω/τοποθετώ αντηρίδες ζευκτών