truste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tʁyst/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
truste trustes

truste (fr) θηλυκό

  1. η προσωπική φρουρά ενός Φράγκου βασιλιά
    → δείτε τη λέξη  antrustion
  2. ο όρκος που έδινε ένας τέτοιος φρουρός