trwała
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trwała (pl) θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
trwała (pl)
trwała (pl) θηλυκό
trwała (pl)