tualeto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tualeto | tualetoj |
αιτιατική | tualeton | tualetojn |
tualeto (eo)
- η τουαλέτα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tualeto | tualetoj |
αιτιατική | tualeton | tualetojn |
tualeto (eo)