tucker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | tucker |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tuckers |
αόριστος | tuckered |
παθητική μετοχή | tuckered |
ενεργητική μετοχή | tuckering |
Ρήμα[επεξεργασία]
tucker (en)
ενεστώτας | tucker |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tuckers |
αόριστος | tuckered |
παθητική μετοχή | tuckered |
ενεργητική μετοχή | tuckering |
tucker (en)