tuerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tuerie | tueries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tuerie (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) ιδιωτικό σφαγείο
- (οικείο) το μακελειό, ο σκοτωμός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη tuer