tufo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tufo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tufo | tufoj |
αιτιατική | tufon | tufojn |
tufo (eo)
- η τούφα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tufo | tufoj |
αιτιατική | tufon | tufojn |
tufo (eo)