Μετάβαση στο περιεχόμενο

tulle

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tulle (en)


      ενικός         πληθυντικός  
tulle tulles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tulle (fr) αρσενικό