tulle
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tulle (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tulle | tulles |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tulle (fr) αρσενικό
- το τούλι
tulle (en)
ενικός | πληθυντικός |
tulle | tulles |
tulle (fr) αρσενικό