tumble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tumble | tumbles |
tumble (en)
- το κατρακύλισμα, η κατρακύλα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | tumble |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tumbles |
αόριστος | tumbled |
παθητική μετοχή | tumbled |
ενεργητική μετοχή | tumbling |
tumble (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κατρακυλώ, πέφτω
- (αμετάβατο) πέφτω, η αξία ή ποσότητα γίνεται λιγότερα ραγδαία/απότομα
Πηγές[επεξεργασία]
- tumble - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 439, 440, 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: κατρακύλημα, κατρακυλώ, πετώ