tune in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | tune in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tunes in |
αόριστος | tuned in |
παθητική μετοχή | tuned in |
ενεργητική μετοχή | tuning in |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈtʃuːn ˌɪn/ (βρετανικό)
Ρήμα
[επεξεργασία]tune in (en)
- συντονίζομαι, πιάνω το να επιλέξω ένα κανάλι, έναν ραδιοφωνικό σταθμό
- ⮡ Tune in to FM stereo.
- Συντονιστείτε στα FM στέρεο.
- ⮡ Tune in to the BBC.
- Πιάσε το BBC.
- ⮡ Tune in to FM stereo.
- (ιδιωματισμός) το να παρακολουθώ κάτι, συντονίζομαι
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αμερικανικά αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αυστραλιανά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ιδιωματισμοί (αγγλικά)
- Phrasal verbs με το in (αγγλικά)
- Phrasal verbs (αγγλικά)