tunelo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tunelo | tuneloj |
αιτιατική | tunelon | tunelojn |
tunelo (eo)
- το τούνελ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tunelo | tuneloj |
αιτιατική | tunelon | tunelojn |
tunelo (eo)