tuple
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tuple (en)
- (μαθηματικά, βάσεις δεδομένων) πλειάδα
- (πληροφορική) πλειάδα (δομή δεδομένων)
- Υπερώνυμα: collection, sequential (data structure)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
tuple στην αγγλική Βικιπαίδεια