turba
Εμφάνιση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]turba (es) θηλυκό
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- turba < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική τύρβη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]turba (la) θηλυκό
- η τύρβη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turba | turbae |
γενική | turbae | turbarum |
δοτική | turbae | turbis |
αιτιατική | turbam | turbas |
κλητική | turba | turbae |
αφαιρετική | turba | turbis |
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]turba (la)
- β' πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος turbo