tweak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /twiːk/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tweak (en)

Ρήμα μεταβατικό[επεξεργασία]

tweak (en)

  • κάνω μικροδιορθώσεις, κάνω μικροαλλαγές, διορθώνω λιγάκι, αλλάζω λιγάκι
     συνώνυμα: modify slightly