tweetsage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tweetsage | tweetsages |
Επίθετο[επεξεργασία]
tweetsage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός) χρήστης του τουίτερ με καλή γνώση των κανόνων χρήσης του