tyłek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
tyłek < tył + υποκοριστικό επίθημα -ek
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tyłek (pl) αρσενικό
tyłek < tył + υποκοριστικό επίθημα -ek
tyłek (pl) αρσενικό