type

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
type types

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /taɪp/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

type (en)

  1. ο τύπος
  2. το είδος
  3. (τυπογραφία) τυπογραφικό στοιχείο
    → δείτε τη λέξη typesetting
  4. (πληροφορική) σύντμηση του data type (τύπος δεδομένων)[1]
    ※  Many data structure needs can be met with the built-in list type. (Python tutorial) [2]
    Πολλές ανάγκες δομής δεδομένων μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον ενσωματωμένο τύπο λίστας.
    → δείτε τις λέξεις typed και typing

Ρήμα[επεξεργασία]

type (en)

  1. δακτυλογραφώ, πληκτρολογώ
  2. κατηγοριοποιώ
  3. καθορίζω την ομάδα αίματος

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • type στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
type types

type (fr) αρσενικό

  1. ο τύπος
  2. (ειδικότερα μεταφορικά) κάποιος, τύπος
  3. το είδος