type
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
type | types |
type (en)
- (μετρήσιμο) το είδος, ο τύπος, μια ομάδα ανθρώπων ή πραγμάτων που μοιράζονται συγκεκριμένες ιδιότητες
- ⮡ the different types of government - τα διαφορετικά είδη διακυβέρνησης
- ⮡ What type of person is he?
- Τι είδους άνθρωπος είναι;
- ⮡ Blackmail is a type of crime.
- Ο εκβιασμός είναι ένα είδος εγκλήματος.
- ⮡ He is not that type of man.
- Δεν είναι τέτοιος τύπος.
- ⮡ They are both men of the same type.
- Είναι κι οι δυο τους ίδιου τύπου.
- ⮡ a new type of dictionary/virus - ένας νέος τύπος λεξικού/ιού
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη kind
- (τυπογραφία) τυπογραφικό στοιχείο
- → δείτε τη λέξη typesetting
- (πληροφορική) σύντμηση του data type (τύπος δεδομένων)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | type |
γ΄ ενικό ενεστώτα | types |
αόριστος | typed |
παθητική μετοχή | typed |
ενεργητική μετοχή | typing |
type (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) δακτυλογραφώ, πληκτρολογώ, γράφω κάτι με πληκτρολόγιο υπολογιστή ή γραφομηχανή
- ⮡ You should type, if you can, the letters, please.
- Να δακτυλογραφήσετε, αν μπορείτε, τις επιστολές, σας παρακαλώ.
- ⮡ I am typing text on the computer.
- Πληκτρολογώ κείμενο στον υπολογιστή.
- ⮡ Please, type your password!
- Παρακαλώ, πληκτρολογήστε τον κωδικό σας!
- ⮡ You should type, if you can, the letters, please.
- (μεταβατικό) καθορίζω την ομάδα αίματος
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- type (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- type (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 904-905. ISBN 9780194325684., λήμμα: τύπος
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
type | types |
type (fr) αρσενικό
- ο τύπος
- (ειδικότερα μεταφορικά) κάποιος, τύπος
- το είδος
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Τυπογραφία (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Μεταφορικοί όροι (γαλλικά)