Μετάβαση στο περιεχόμενο

typesetting

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
typesetting typesettings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

typesetting (en)