układ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
układ (pl) < από το ρήμα układać (pl) < kładać (pl)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
układ (pl) αρσενικό
- το σύστημα
- η συμφωνία
- (ηλεκτρονική) το κύκλωμα