Μετάβαση στο περιεχόμενο

ulcer

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
ulcer ulcers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ulcer (en)

  • (ιατρική) το έλκος
      The doctor cured him of the ulcer.
    Ο γιατρός τον θεράπευσε από το έλκος.