ulmo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ulmo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ulmo | ulmoj |
αιτιατική | ulmon | ulmojn |
ulmo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ulmo | ulmoj |
αιτιατική | ulmon | ulmojn |
ulmo (eo)